ρακοπότηρο

ρακοπότηρο
το, Ν
μικρό ποτήρι κατάλληλο για ρακή αλλά και για άλλα ηδύποτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ρακοπότηρο — το μικρό ποτήρι για ρακί ή άλλα ποτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεροπότηρο — το ποτήρι του νερού (πρβλ. κρασοπότηρο, ρακοπότηρο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”